- σκυθρωπιάζω
- [скитропьязо] р. хмуриться, надуваться, сердиться.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκυθρωπιάζω — σκυθρωπιάζω, σκυθρώπιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταχνιάζω — [καταχνιά] 1. σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής, μελαγχολώ («το πρόσωπό του καταχνιάζει») 2. (το γ εν. ως απρόσ.) καταχνιάζει απλώνεται ομίχλη, πέφτει καταχνιά … Dictionary of Greek
κατσουφιάζω — κατσούφιασα, κατσουφιάστηκα, κατσουφιασμένος, σκυθρωπιάζω, χάνω το κέφι μου, σκοτεινιάζω: Τι έχεις και κατσούφιασες έτσι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)